- ἐρέβινθον
- ἐρέβινθοςchick-peamasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CICER — frigi torrerique solebat. Hinc in Aristophams Pace, rusticus descributur, Α᾿νθρακίζων τοὐρεβίνθου; Cicer super carbones torrens. Et in Ε᾿κκλησιαζούσαις, p. 2. Scholiastes, ὑποπίνοντες, ait, ἔκοπτον φρικτοὺς ἐρεβίνθους, Largius poti frictum cicer… … Hofmann J. Lexicon universale
κίκερ — το (Α κίκερ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένεις φαβίδες, με 40 περίπου είδη, σημαντικότερο από τα οποία είναι το Cicer arietinum, η κοινή ρεβιθιά αρχ. (κατά τον Πλούτ.) «κίκερ γὰρ οἱ Λατῑνοι τὸν ἐρέβινθον καλοῡσι».… … Dictionary of Greek
παρώνυμος — ον, ΜΑ αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρώνυμον α) η επονομασία β) το επώνυμο αρχ. επίθ. σχηματισμένος με ελαφρά αλλαγή, παράγωγος. επίρρ... παρωνύμως αρχ. μσν. με σχηματισμό νέου ονόματος από κάποιο άλλο με μικρή μεταβολή («ὁ θρασὺς παρὰ τὸ θράσος … Dictionary of Greek
υποτρώγω — Α [τρώγω] 1. τρώω λίγο λίγο πίνοντας κρασί ή άλλο ποτό («πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ ἐρέβινθον», Ξεν.) 2. τρώω πριν από το κύριο γεύμα («κρόμμυον ὑποτρώγειν», Ξεν.) 3. φθείρω αποκάτω, προκαλώ διάβρωση («τοῑχον ὑποτρώγων ἡσύχιος ποταμός»,… … Dictionary of Greek